(Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου
Duncan Howitt-Marshall, Magdalene College, Cambridge
Εθνικό Βρετανικό Κέντρο Ωκεανογραφίας (Centre of Maritime Archaeology, Southampton)
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανακοινώνει την ολοκλήρωση της φετινής υποβρύχιας έρευνας στην περιοχή Κούκλια-Παλαίπαφος από μια ομάδα ενάλιων αρχαιολόγων και ειδικών στο χειρισμό προγραμμάτων τηλεσκόπησης από τα πανεπιστήμια του Cambridge και Southampton καθώς και από το Εθνικό Βρετανικό Κέντρο Ωκεανογραφίας. Το πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του διδακτορικού ερευνητή Duncan S. Howitt-Marshall, Magdalene College, Cambridge και αποτελεί ένα κρίσιμο μέρος του συνόλου των στοιχείων για τη διδακτορική διατριβή του που αφορά το θαλάσσιο πολιτιστικό τοπίο της νοτιοδυτικής Κύπρου. Αρχαιολόγος-δύτης από το Τμήμα Αρχαιοτήτων ήταν παρών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.
Η περιοχή υπέπεσε αρχικά στην αντίληψη του Duncan S. Howitt-Marshall το Μάιο του 2005 από ένα ντόπιο ψαρά τον Δρα Φίλιο Σαζείδη. Κατά τη διάρκεια του επόμενου καλοκαιριού ένα πρόγραμμα συνεργασίας οργανώθηκε μεταξύ του Τμήματος Αρχαιοτήτων και του Κέντρου Θαλάσσιας Αρχαιολογίας, Southampton, προκειμένου να καταγραφούν συστηματικά η φύση και η έκταση της υποβρύχιας περιοχής. Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου έρευνας εντοπίστηκαν περίπου 120 λίθινες άγκυρες, η δεύτερη μεγαλύτερη συλλογή τέτοιων χειροποίητων αντικειμένων που βρέθηκε μέχρι σήμερα στην ανατολική Μεσόγειο. Η ακριβής χρονολογία των αγκύρων ακόμη δεν έχει καθοριστεί πλήρως αλλά από τους τύπους που έχουν καταγραφεί θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιες να χρονολογηθούν και στην Εποχή του Χαλκού. Ο μεγάλος αριθμός των αγκύρων υποδεικνύει ότι η περιοχή πιθανόν να ήταν ένα σημαντικό αγκυροβόλιο στην αρχαιότητα, το οποίο μπορεί να χρησίμευε για τη μεταφορά εμπορευμάτων καθώς και για τη μεταφορά προσκυνητών στην Παλαίπαφο και το ναό της Αφροδίτης από τους μακρινούς προορισμούς όλου του μεσογειακού κόσμου.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2006 χωρίστηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση επικεντρώθηκε στην τηλεσκόπηση και τη γεωφυσική έρευνα του βυθού χρησιμοποιώντας Sidescan sonar, χαρτογραφώντας τις προσεγγίσεις στην περιοχή Κουκλιών-Παλαιπάφου και τους πιθανούς θαλάσσιους δρόμους Ανατολής – Δύσης, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν από τους ναυτικούς στην αρχαιότητα. Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε για την τηλεσκόπηση παραχωρήθηκε από το Εθνικό Βρετανικό Κέντρο Ωκεανογραφίας, το αρχαιότερο θαλάσσιο ερευνητικό ίδρυμα της Ευρώπης. Οι ανωμαλίες που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας σε βάθος λιγότερο των 30 μέτρων ερευνήθηκαν από μέλη της ομάδας τα οποία επίσης συνέλλεξαν και ένα μικρό αριθμό δειγμάτων- ιζημάτων από το βυθό προκειμένου να δημιουργηθεί η βάση ενός χάρτη της παράκτιας περιοχής. Αυτή η διεπιστημονική προσέγγιση που ενσωματώνει την αρχαιολογία, τη γεωλογία και τη θαλάσσια βιολογία θα χρησιμεύσει ώστε να ενισχυθεί μια πιο περιεκτική εικόνα της υπο-παλιρροιακής ζώνης, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί το πρώτο ψηφιακό αρχείο του βυθού σε συγκεκριμένη περιοχή στην Κύπρο.
Η δεύτερη φάση της εργασίας επικεντρώθηκε σε μια μη- παρεισφρητική έρευνα για την περιοχή, η οποία χαρτογράφησε την περιοχή ρηχού ύδατος χρησιμοποιώντας το περιεκτικό σύστημα των swim-lines (κολύμβηση από ένα σημείο σε ένα άλλο κατά μήκος μιας ευθείας γραμμής). Κατά τη διάρκεια κάθε γραμμής όλο το πολιτιστικό υλικό καθορίστηκε επί τόπου χρησιμοποιώντας ένα φορητό GPS και ένα βαθυμετρικό σχεδιάγραμμα βυθού και καταγράφηκε χρησιμοποιώντας έναν υπολογιστή κατάδυσης. Τα στοιχεία από τα σχεδιαγράμματα θα μεταγραφούν σε έναν πρόγραμμα GIS (γεωγραφικό σύστημα πληροφοριών) αυτό το φθινόπωρο στο πανεπιστήμιο του Cambridge, το οποίο δημιουργεί το αρχικό στρώμα του ψηφιακού αρχείου.
Το προσεχές έτος η ομάδα του προγράμματος προγραμματίζει να προτείνει την περαιτέρω έρευνα για την περιοχή σε μια προσπάθεια να χρονολογήσει αλλά και να ταυτοποιήσει την προέλευση των αγκυρών. Αναμένεται ότι η μελέτη θα ρίξει περισσότερο φως στο ρόλο που διαδραμάτισε η περιοχή Κούκλια-Παλαίπαφος στο θαλάσσιο δίκτυο επικοινωνίας κατά την αρχαιότητα.
|