mtcw




Αγαπητοί συγγενείς του ήρωά μας, Ελληνίδες κι Έλληνες. Σήμερα, δεν έχουν θέση οι τίτλοι και τα αξιώματα, για αυτό επιτρέψτε μου να μην αναφερθώ σε κανένα πρωτόκολλο. Σήμερα, θέση έχει μία μεγάλη συγνώμη. Μία μεγάλη συγνώμη από την πολιτεία, επιβάλλεται να ακουστεί τουλάχιστον εδώ, στην εκκλησία Αγίου Γεωργίου Κοντού.

Αργήσαμε, καθυστερήσαμε, αδρανήσαμε. Κρυφτήκαμε πίσω από την κάθε λογής δικαιολογία και δεν προσεγγίσαμε το τεράστιο αυτό ζήτημα ως καθαρά ανθρωπιστικό. Έπρεπε να φτάσουμε στην 31η Ιουλίου του 1997, ούτως ώστε Κληρίδης και Ντενκτάς να συμφωνήσουν ότι οι οικογένειες των αγνοουμένων μας έχουν το δικαίωμα να πληροφορηθούν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. Το 2005 εντοπίστηκαν τα πρώτα λείψανα των αγνοουμένων μας και μέχρι σήμερα ταυτοποιήθηκαν 736 από τους 1619.

«Την ύψωνε με τα δύο της χέρια, με δύο ασφυκτικά συνωστισμένα χέρια, παρόλο που ήταν φωτογραφιούλα διαβατηρίου. Θα μπορούσε βέβαια, να την κρατά με το ένα, με το μισό χέρι. Όμως, πώς να έμενε το άλλο αμέτοχο; Όμως, πώς να άφηνε το άλλο αμέτοχο;»

«Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς για να βγη το διαβατήριό τους τότε που θα φεύγαν για σπουδές. Που να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα τα χέρια της μάννας τους, που να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους, τα χέρια της γυναίκας τους, ναν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους; Που να φανταζόντουσαν να μην έβαναν τουλάχιστο έτσι στραβά το σκουφί να επιτείνη, να μη χαμογελούσαν αυτό το χαμόγελο να επιτείνη;»

Οι πιο πάνω στίχοι του Κώστα Μόντη αποτυπώνουν το πραγματικό δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων μας. Αποτυπώνουν τον πόνο της ψυχής της μάνας, του πατέρα, της αδερφής, του αδερφού, που μάχονταν νυχθημερόν να μάθουν. Που πάλευαν καθημερινά με ένα γιατί. Που έπρεπε να γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβηκε στους δικούς τους. Μάταια όμως. Λες και διέπραξαν ύβρη κι έπρεπε να τιμωρηθούν για μέρες, για μήνες, για χρόνια. Λες και ήταν εγκλωβισμένοι, πρωταγωνιστές μιας σύγχρονης ελληνικής αρχαίας τραγωδίας.

Κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ, μπροστά στην ανδρεία του Δημητράκη Πέτρου Δημητρίου, όχι για δεύτερη φορά, αλλά για 48η φορά, όσα και τα χρόνια από τη μέρα που προασπίστηκε την πατρίδα του, την οικογένειά του, όλες τις μετέπειτα γενεές. Από τη μέρα που πότισε με το αίμα του το δέντρο της Λευτεριάς, μη λογαριάζοντας τον θάνατο.

Ο Δημήτρης Πέτρου Δημητρίου, το τρίτο παιδί της οικογένειας του Πέτρου Δημητρίου Χατζηαντώνη και της Αγγελικής Ζαχαρία Πουλλή, αδερφός της Ελένης, του Παναγιώτη και του Φίλιππου, έμελλε να γράψει τη δική του ένδοξη ιστορία.
Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1952, στους Στύλλους Αμμοχώστου, αποφοίτησε από την Τεχνική Σχολή Αμμοχώστου και κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά, υπηρετώντας στην 23η ΕΜΑ τεθωρακισμένων που έδρευε στην Κοκκινοτριμιθιά. Το τραγικό εκείνο πρωινό της 20ής Ιουλίου του 1974, κατατάγηκε ως έφεδρος στη μονάδα του κι ως εθελοντής μετέβηκε στην περιοχή της Ομορφίτας και του Τράχωνα για να υποστηρίξει το 211 Τάγμα Πεζικού και να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη.
Την επομένη, στις 21 Ιουλίου, εγκλωβίστηκε στο φυλάκιό του, μαζί με τους Ιωάννου Ελευθέριο Ιωάννη, Παπαϊωάννου Χρηστάκη, Καλαπόδα Χρηστάκη και Αντωνιάδη Νίκο. Ο τελευταίος, που επέζησε του πολέμου, κατέθεσε ότι κατάφεραν να αποδράσουν. Ο Δημήτρης παρέμεινε στην περιοχή, μαχόμενος κατά του Τούρκου εισβολέα. Τραυματίστηκε όμως στο αριστερό του χέρι κι έκτοτε κανένας δε γνώριζε κάτι για το μέλλον του.

Η πρώτη, λανθασμένη ταυτοποίηση, έγινε τον Δεκέμβριο του 2005 κι ακολούθησε η ταφή των οστών στις 21 Ιουλίου του 2007. Κι εκεί που η οικογένεια του Δημητράκη τερμάτιζε την αγωνία της, φτάσαμε στον Οκτώβριο του 2015, όπου εντοπίστηκαν τα οστά του, σε ομαδικό τάφο στον κατεχόμενο Τράχωνα, μαζί με άλλα 15 αγνοούμενα πρόσωπα.

Η δεύτερη ταφή των οστών του ήρωά μας, θα γίνει σήμερα, με την ευχή ότι η πιο οδυνηρή συνέπεια της τουρκικής εισβολής θα πάψει να υφίσταται για τα αγαπημένα του πρόσωπα. Η μνήμη όμως, θα παραμείνει άσβεστη. Η υπόσχεση που δίνουμε όλοι μας, είναι ότι θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στη διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων μας. Η πληγή αυτή, αποτελεί αδήριτη ανάγκη να επουλωθεί. Κι ας έχουμε αργήσει να «θέσουμε τον δάκτυλον επί τον τύπο των ήλων».

Ελληνίδες και Έλληνες,

Είναι ηλίου φαεινότερο λοιπόν, πως ο κυπριακός ελληνισμός θα ενεργοποιηθεί, έστω και την υστάτη, από τα τσιμπήματα των μελισσών του Ονήσιλου. Θα αφουγκραστεί επιτέλους τα μηνύματα των καιρών για να μπορέσει αναπαυθεί η ψυχή των ηρώων μας, για να μην χαθεί το μεγαλείο της θυσίας τους. Η διατήρηση του status quo δεν μπορεί και δεν γίνεται να αποτελεί την επόμενη μέρα της πατρίδας μας.

Επιβάλλεται να εργαζόμαστε, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, για να ανατρέψουμε τα τετελεσμένα της εισβολής. Για να διασφαλίσουμε την ύπαρξη του κυπριακού ελληνισμού στο μαρτυρικό τούτο νησί. Για να ζήσουμε σε μια Κύπρο απαλλαγμένη από στρατεύματα κατοχής. Χωρίς αγωνίες για το αύριο, χωρίς κινδύνους, χωρίς συρματοπλέγματα.

Το οφείλουμε στον Δημητράκη, στους ήρωές μας. Το οφείλουμε σε κάθε δάκρυ που χύθηκε σε αυτή τη γη, από εσάς και από κάθε Ελληνίδα κι Έλληνα που έζησε και ζει σε αυτή την ταλαιπωρημένη γη.

Σήμερα που η ψυχή του Δημήτρη Πέτρου Δημητρίου θα ταξιδέψει ελεύθερη πάνω από τους Στύλλους της Αμμοχώστου, όλοι εμείς θα κρατούμε τη θυσία του ως φάρο που θα καθοδηγεί τα βήματά μας, μέχρι να μπορούμε να περπατάμε ελεύθεροι σε κάθε σπιθαμή τούτου του τόπου.

Δημήτρη Πέτρου Δημητρίου, στο κάλεσμα της πατρίδας δήλωσες παρών, εθελοντής, με θάρρος και ηρωισμό, και δεν δείλιασες και θυσιάστηκες για την πατρίδα, χαρακτηριστικά που δυστυχώς απουσιάζουν από τη σημερινή μας κοινωνία.
Για μένα προσωπικά, αλλά και για τη γενιά μου, αποτελεί χρέος μας προς τη πατρίδα, προς τα παιδιά και στα εγγόνια μας, να βεβαιωθούμε ότι δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.

Γι’ αυτό και θα πρέπει, όπως έγραψε και ο ποιητής Κώστας Μόντης, να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου, να καθαρίσουμε το δικό μας, να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου, να μπολιάσουμε το δικ μας, να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου να βάψουμε το δικό μας, να μη μπορέσει πια ποτέ, να το ξεθωριάσει ο φόβος.

Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα, να μας κοιτάζει να μην ξεστρατίσουμε, να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή, να ’χουμε οξυγόνο ν᾽ αναπνέουμε, χιλιάδες χρόνια, να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις, να ᾽χουμε να τραγουδάμε, ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάζει τον Δημητράκη Πέτρου Δημητρίου κι ας είναι βαριά η παρακαταθήκη που μας αφήνει. Χαίρε, άξιο τέκνο της πατρίδος, χαίρε!