mtcw


Η πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας αποτελείται από όλα εκείνα τα κινητά και ακίνητα μνημεία τα οποία δημιούργησαν οι παλαιότερες γενιές και τα οποία αποτυπώνουν το στίγμα του τρόπου ζωής, των θρησκευτικών αντιλήψεων, της τέχνης, των γραμμάτων και των παραδόσεων που συνιστούν την ιστορική πορεία μιας κοινωνίας. Στόχος κάθε κοινωνίας είναι να μεταφέρει αυτές τις μνήμες του παρελθόντος ανέπαφες στις νέες γενιές, γι’αυτό η προστασία και η διαχείρισή τους αποτελούν χρέος όλων μας.

Η έρευνα για την απόκτηση γνώσης του παρελθόντος αποτελεί έναν από τους βασικότερους στόχους του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το οποίο διαχειρίζεται το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, δηλαδή τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία από τη νεολιθική περίοδο μέχρι και το 1850 μ.Χ., σύμφωνα με τον περί Αρχαιοτήτων Νόμο. Μέσα από τη διαχείρηση του αρχαιολογικού πλούτου και την αρχαιολογική έρευνα, προκύπτουν σημαντικά ευρήματα που αφορούν όλες τις χρονολογικές περιόδους του πολιτισμού της Κύπρου.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά και ξένων αρχαιολογικών αποστολών, έφεραν στο φως εντυπωσιακά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους που καθορίζουν τους αλλεπάλληλους πολιτισμικούς ορίζοντες της Κύπρου από την 11η χιλιετία π.Χ. μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, καθώς και σημαντικά μνημεία από τη βυζαντινή περίοδο μέχρι σήμερα.

Η Κύπρος, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, ανέπτυξε έναν ιδιόμορφο πολιτισμό επηρεασμένο από τους αρχαίους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολίας, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου. Η εγκατάσταση, όμως, των Μυκηναίων στο νησί τον 12ο αιώνα π.Χ., καθόρισε ανεξίτηλα την πολιτιστική ταυτότητα του νησιού.

Η Κύπρος διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου. Το καταφύγιο κυνηγών και τα οστά πυγμαίων ελεφάντων και ιπποπόταμων που ήρθαν στο φως στην τοποθεσία Ακρωτήρι-Αετόκρεμνος πιθανόν να αποτελούν τις πρωιμότερες μαρτυρίες κατοίκησης του νησιού κατά την πρώιμη νεολιθική περίοδο, την 11η χιλιετία π.Χ. Η έρευνα με θέμα την πρώτη εγκατάσταση στο νησί συνεχίζεται με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων έφεραν στο φως θέσεις όπως η Παρεκκλησιά-Σιυλουρόκαμπος κοντά στην Αμαθούντα, και η Κισσόνεργα-Μυλούθκια στην Πάφο, που χρονολογούνται από τα μέσα της 9ης χιλιετίας π.Χ., οι οποίες έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες που αφορούν την πρώϊμη κατοίκηση στο νησί κατά την πρώιμη νεολιθική περίοδο.

Από τα μέσα της 7ης χιλιετίας π.Χ. παρατηρείται μια ουσιαστική εξέλιξη στην Κύπρο με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση μιας ξεχωριστής κυπριακής ταυτότητας που θα φτάσει στο αποκορύφωμά της κατά την ύστερη νεολιθική περίοδο. Μια σειρά από νέους οικισμούς θα κάνει την εμφάνισή της σε όλη την Κύπρο, σε τοποθεσίες όπως η Πέτρα του Λιμνίτη και ο Απόστολος Αντρέας-Κάστρος στην κατεχόμενη σήμερα Κύπρο, ή η Χοιροκοιτία, η Κισσόνεργα-Μοσφίλια και η Καλαβασός-Τέντα. Αυτές οι θέσεις χαρακτηρίζονται από την αρχιτεκτονική τους, που περιλαμβάνει κυκλικές κατοικίες. Επίσης, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα διακοσμημένα αγγεία, κατασκευασμένα από ανδεσίτη. Για κάποιο λόγο, τον οποίο με βάσει τα σημερινά δεδομένα δεν γνωρίζουμε, αυτοί οι οικισμοί εγκαταλείπονται στα μέσα της 6ης χιλιετίας και έχουμε ένα κενό, περίπου χιλίων χρόνων, μέχρι την εμφάνιση νέων οικισμών, στους οποίους συναντούμε για πρώτη φορά τη χρήση πηλού για την κατασκευή σκευών και άλλων εργαλείων της καθημερινής ζωής.

Η μετάβαση στη χαλκολιθική περίοδο σημαδεύτηκε από την εγκατάλειψη των οικισμών της ύστερης νεολιθικής εποχής και την πυκνότητα νέων οικισμών στη δυτική Κύπρο. Αυτή την περίοδο (3900-2500 π.Χ.), αρχίζει η μεμονωμένη χρήση του χαλκού, παράλληλα με τη χρήση της πέτρας και της κεραμικής. Αυτή την περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους μια σειρά από ειδώλια γυναικείας μορφής στα οποία δίνεται μία λειτουργική ή συμβολική ερμηνεία. Αυτά τα ειδώλια ποικίλουν ως προς το σχήμα και το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένα. Τα πιο γνωστά είναι τα χαρακτηριστικά σταυρόσχημα ειδώλια, κατασκευασμένα κυρίως από πικρολίτη, ενώ άλλα είναι κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο. Ειδώλια κατασκευασμένα από πηλό απεικονίζουν γυναικεία μορφή την ώρα της γέννας.

Την ίδια ομαλή εξέλιξη παρατηρούμε και κατά τη μετάβαση από τη χαλκολιθική περίοδο στην πρώιμη χαλκοκρατία, στα μέσα της 3ης χιλιετηρίδας π.Χ. Η ανακάλυψη χαλκού στο νησί και η εκμετάλλευσή του υπήρξε καθοριστική για την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη της Κύπρου. Η ανάπτυξη του εμπορίου με τις γειτονικές χώρες κατά τη χαλκοκρατία έφερε πλούτο στο νησί, γεγονός που μαρτυρείται από την ποικιλία και την ψηλή ποιότητα των κτερισμάτων στις νεκροπόλεις. Το εκτεταμένο εμπόριο με τους Μυκηναίους συνοδεύτηκε με την υιοθεσία της μυκηναϊκής καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας, όπως φαίνεται στα έργα κεραμικής και γλυπτικής, στη μικροτεχνία ή την κατασκευή κοσμημάτων, την επεξεργασία ελεφαντοστού και μετάλλων. Σε αυτήν την περίοδο η Έγκωμη αναδεικνύεται ως το μεγάλο αστικό κέντρο της Κύπρου, με ανεπτυγμένο πολεοδομικό σύστημα και Ιερά αφιερωμένα σε θεότητες που συνδέονται με την παραγωγή του χαλκού. Προς το τέλος της ύστερης εποχής του χαλκού καταστρέφονται και ξανακτίζονται ή εγκαταλείπονται τα περισσότερα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό το φαινόμενο αποδίδεται, γενικά, στη δράση λαών από το Αιγαίο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο καθώς και στις ακτές της Εγγύς Ανατολής μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών αστικών κέντρων. Η βασικότερη αλλαγή, όμως, στην κυπριακή κοινωνία γίνεται με την εγκατάσταση των Αχαιών το 12ο αιώνα π.Χ., η οποία συνέβαλε ώστε να καταστεί το νησί σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού.

Κατά τη γεωμετρική περίοδο, στα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ., παρατηρείται ένα νέο κύμα μεταναστών που ενίσχυσε τον υφιστάμενο ελληνικό πληθυσμό και ίδρυσε νέες πόλεις, όπως η Σαλαμίνα, η Παλαίπαφος, το Κούριο και το Κίτιο, που επρόκειτο να γίνουν οι πόλεις βασίλεια. Οι μυθικές παραδόσεις αποδίδουν την ίδρυσή τους σε Έλληνες ήρωες μετά το τέλος του Τρωϊκού πολέμου. Οι νέοι έποικοι εισήγαγαν την ελληνική γλώσσα και θρησκεία, καθώς και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Η κεραμική της περιόδου αυτής μιμείται σε σχήματα και διακόσμηση τα αιγιακά πρότυπα.

Ο φυσικός πλούτος της Κύπρου και η στρατηγική της θέση την κατέστησαν μήλο της έριδος ανάμεσα στις δυνάμεις της Μέσης Ανατολής κατά την αρχαϊκή περίοδο. Έτσι, κατακτήθηκε διαδοχικά από τους Ασσύριους, τους Αιγύπτιους και τους Πέρσες. Παρόλη τη ξένη κυριαρχία πάνω στο νησί, η Κύπρος γνώρισε μια περίοδο οικονομικής άνθισης εξαιτίας των εμπορικών επαφών με τη Μεσόγειο και ανέπτυξε μια ιδιόρυθμη καλλιτεχνική παραγωγή. Τα ευρήματα στους κτιστούς τάφους της «βασιλικής» νεκρόπολης της Σαλαμίνας καταδεικνύουν τον πλούτο της αριστοκρατικής κοινωνίας καθώς και τον «ομηρικό», δηλαδή συντηρητικό χαρακτήρα μιας κοινωνίας, που ενώ διατήρησε στοιχεία ενός μυκηναϊκού παρελθόντος, αφέθηκε ταυτόχρονα στην επιρροή ενός νέου, ανατολικού πολιτισμού.

Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα διεδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Κύπρου, συνεργαζόμενη στενά με τα κυπριακά βασίλεια στον αγώνα ενάντια στην περσική επικράτεια στο νησί. Το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σε αυτόν τον αγώνα ήταν ο Βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευαγόρας, που απέκτησε διεθνή φήμη. Οι στενές σχέσεις με την Ελλάδα ευνόησαν τη συρροή κεραμικής στο νησί από τον ελλαδικό χώρο. Κατά την κλασσική περίοδο υιοθετούνται οι θεοί του ελληνικού πάνθεου οι οποίοι ταυτίζονται με τις διάφορες ανατολικές θεότητες που λατρεύονταν μέχρι τότε στο νησί.

Μετά τη διαίρεση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που είχε ελευθερώσει την Κύπρο από τους Πέρσες, το νησί έγινε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του κράτους των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και μοιράστηκε με τον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο την ίδια κοσμοπολίτικη τεχνοτροπία στην κεραμική καθώς και σε άλλους τομείς της τέχνης. Σε αυτή την περίοδο ανήκουν οι Τάφοι των Βασιλέων που αποτελούν ένα από τα πιο εντυπωσιακά ταφικά αρχιτεκτονικά μνημεία που σώζονται στην Κύπρο, και μαρτυρούν την ευμάρεια του νησιού, τον πλούτο και τον υψηλό βαθμό τέχνης στον οποίο είχε φτάσει η ελληνιστική Πάφος.

Αργότερα, το 58 π.Χ. η Κύπρος περιήλθε κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Τόσο στην ελληνιστική όσο και στη ρωμαϊκή περίοδο, το Ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο παρέμεινε το κέντρο της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής του νησιού. Σημαντικά δημόσια κτήρια, όπως το θέατρο της Σαλαμίνας, το θέατρο του Κουρίου και επαύλεις πλούσια διακοσμημένες με ψηφιδωτά όπως η Οικία του Διονύσου και η Οικία του Ορφέα στην Πάφο, μαρτυρούν την κορύφωση της ακμής της ρωμαϊκής τέχνης.

Τον Χριστιανισμό έφεραν στο νησί οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας. Το 330 μ.Χ., με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κύπρος έγινε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ακολούθησε τις τύχες του ελληνορθόδοξου κόσμου. Από τον 4ο αιώνα κτίζονται μεγάλες παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, όπως η βασιλική του Κουρίου, πολλές από τις οποίες σώζουν μέχρι σήμερα την ψηφιδωτή διακόσμησή τους. Η βυζαντινή περίοδος, που χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία της Κωνσταντινούπολης, άφησε μια πλούσια καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική κληρονομιά στην Κύπρο. Την εποχή αυτή κτίζονται κάστρα στον Πενταδάκτυλο και ιδρύονται μοναστήρια. Κτίζονται ακόμη και τοιχογραφούνται εκκλησίες με τη φροντίδα Βυζαντινών αξιωματούχων.

Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, η Κύπρος κατακτήθηκε από το Βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, ενώ αυτός κατευθυνόταν στους Αγίους Τόπους. Ο Ριχάρδος μεταβίβασε την Κύπρο στο Τάγμα των Ναϊτών. Οι Ναΐτες, στη συνέχεια, πώλησαν το νησί στους Γάλλους Λουζινιανούς, που ίδρυσαν ένα φεουδαρχικό βασίλειο κατά το πρότυπο των βασιλείων στη Δύση. Αυτή την περίοδο, η Αμμόχωστος αναδεικνύεται ως το κοσμοπολίτικο, αστικό και εμπορικό κέντρο της Κύπρου. Σε όλη την Κύπρο κτίστηκαν επιβλητικά κτήρια όπως εκκλησίες γοτθικού ρυθμού, μοναστήρια και μια σειρά οχυρωματικών έργων.

Το 1489 μ.Χ. η τελευταία Λουζινιανή Βασίλισσα, η Αικατερίνη Κορνάρο υποχρεώθηκε να μεταβιβάσει τα δικαιώματά της στη Δημοκρατία της Βενετίας. Από την περίοδο της βενετοκρατίας απομένουν θαυμάσια έργα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής που εκφράζουν τη νοοτροπία μιας εμπορικής πολιτείας, όπως ήταν η Βενετία, για την οποία η Κύπρος δεν ήταν παρά σταθμός και εμπορική βάση: Τείχος Λευκωσίας και Κάστρο της Κερύνειας.

Μετά την πολιορκία και την πτώση της Αμμοχώστου το 1571, η Κύπρος περιήλθε για τρεις αιώνες υπό Οθωμανική κατοχή και προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλη την οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση των Τούρκων αξιωματικών, η Ορθόδοξη Εκκλησία ανασυστάθηκε και αποκατέστησε τις σχέσεις της με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες.Έτσι, άρχισε σιγά-σιγά, κυρίως από τον προχωρημένο 17ο αιώνα, η επισκευή των παλαιότερων ναών που είχαν υποστεί φθορές και το κτίσιμο νέων, ταπεινών ναών, όπως ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή στη Λευκωσία. Οι μεγάλοι γοτθικοί ναοί περιήλθαν στους Οθωμανούς και με την προσθήκη μιναρέδων προσαρμόστηκαν στις νέες λατρευτικές ανάγκες.

Όλος αυτός ο πολιτιστικός πλούτος της Κύπρου υπάγεται, όπως αναφέραμε προηγουμένως, στη δικαιοδοσία του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Οι βασικοί τομείς δραστηριοτήτων στους οποίους στηρίζεται το Τμήμα για να επιτύχει τη σωστή διαχείρισή του, περιλαμβάνουν την ανάδειξη, τη διατήρηση, τη συντήρηση και την προβολή του αρχαιολογικού πλούτου της Κύπρου.

Στη σύγχρονη εποχή, όμως, όπου η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι, αυτή καθαυτή, στοιχείο πολιτισμού και αποτελεί καθήκον όχι μόνο των ίδιων των χωρών στις οποίες ανήκουν, αλλά και όλου του κόσμου, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικών διεθνών συμβάσεων. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγεται η Σύμβαση της ΟΥΝΕΣΚΟ του 1970 για Τρόπους Απαγόρευσης και Παρεμπόδισης της Παράνομης Εισαγωγής, Εξαγωγής και Μεταβίβασης Ιδιοκτησίας Πολιτιστικής Περιουσίας.

Στο πλαίσιο αυτό, το 1972 η ΟΥΝΕΣΚΟ υιοθέτησε τη Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, ως απάντηση στις αυξανόμενες απειλές σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία της φύσης, που προκαλούσε ο γοργός και ανεξέλεγκτος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης. Η Σύμβαση προωθεί την καταγραφή, προστασία και συντήρηση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς που θεωρείται εξαιρετικά σημαντικής αξίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Η Κυπριακή Δημοκρατία επικύρωσε τη Σύμβαση το 1975 και δεσμεύθηκε μαζί με άλλα κράτη για την προστασία των χώρων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Κύπρος λόγω του σημαντικού πολιτισμού που έχει αναπτύξει μεταξύ δύο νευραλγικών πολιτιστικών περιοχών, του Αιγαίου και της Εγγύς Ανατολής, διέσωσε ένα σημαντικό αριθμό μνημείων και αρχαιολογικών χώρων που αντανακλούν τη διαρκή ανθρώπινη δραστηριότητα στις ποικίλες φάσεις της ιστορίας και του πολιτισμού της. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ως το αρμόδιο Τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανταποκρίθηκε αμέσως στην καινούργια Σύμβαση για τη διάσωση και προβολή του αρχαιολογικού πλούτου και της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού. Υπέβαλε αίτηση, για πρώτη φορά, για εγγραφή μνημείου της στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ το 1980. Η πρώτη εγγραφή περιέλαβε το Ιερό της Αφροδίτης στα Κούκλια (Παλαίπαφος) και τη Νέα Πάφο, τη σημερινή Κάτω Πάφο και έγινε για δύο λόγους:

Πρώτον, για το ρόλο που διεδραμάτισε η περιοχή της Πάφου στην παγκόσμια θρησκευτική και πολιτιστική σημασία της λατρείας της Αφροδίτης.

Δεύτερον, για τη σπουδαιότητα του συνόλου των αρχαιολογικών καταλοίπων στις δύο τοποθεσίες.

Ο ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο χρονολογείται από το 12ο αιώνα π.Χ., ενώ τα ψηφιδωτά στη Νέα Πάφο είναι πολύ σπάνια και συγκαταλέγονται στα καλύτερα παραδείγματα ψηφιδωτών δαπέδων στον κόσμο. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που περιλαμβάνουν επαύλεις, λουτρά, θέατρα, βασιλικές, κάστρα και λαξευτούς μνημειακούς τάφους επιδυκνείουν τις εξαιρετικές αρχαιολογικές και ιστορικές αξίες του αρχαίου κόσμου εφόσον αποτελούν τα κλειδιά για την κατανόηση της αρχαίας αρχιτεκτονικής, της αρχαίας καθημερινής ζωής και τον τρόπο σκέψης.

Η δεύτερη εγγραφή στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ έγινε το 1985 και σε αυτήν περιλήφθηκαν αρχικά εννέα βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφημένες εκκλησίες που βρίσκονται στην οροσειρά του Τροόδους.

Οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή της Παγκόσμιας Κληρονομιάς για την ένταξη των εννέα εκκλησιών είναι οι ακόλουθοι:

· Αποτελούν μαρτυρία του βυζαντινού πολιτισμού στο νησί,

· Πρόκειται για σημαντικά μνημεία εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της υπαίθρου που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, και

· Η τέχνη των εκκλησιών αυτών περικλείει στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχέση μεταξύ της Ανατολής και της Δυτικής Χριστιανικής τέχνης.

Οι εννέα εκκλησίες, που χρονολογούνται από τις αρχές του 11ου μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα μ.Χ., περιέχουν δείγματα μητροπολιτικής βυζαντινής τέχνης υψίστης καλλιτεχνικής ποιότητας και, ταυτόχρονα, εμφανίζουν στοιχεία τοπικά που διαμορφώθηκαν από ιστορικούς, γεωγραφικούς και κλιματολογικούς παράγοντες. Η αρχιτεκτονική αυτών των μικρών εκκλησιών, με την δίρρυτη ξύλινη στέγη είναι μοναδική, εφόσον εντοπίζεται αποκλειστικά στην οροσειρά του Τροόδους. Το 2001, η εγγραφή των ξυλόστεγων εκκλησιών της οροσειράς του Τροόδους επεκτάθηκε για να περιλάβει και δέκατη εκκλησία, εκείνη της Αγίας Σωτήρας (Μεταμορφώσεως του Σωτήρος) στο Παλαιχώρι, που χρονολογείται στο 16ο-17ο αιώνα μ.Χ. Η πιο πρόσφατη εγγραφή κυπριακού χώρου στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ έγινε το 1998 και αφορά τον νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας.

Αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς αποτελούν τα θρησκευτικά μας μνημεία. Ακατάπαυστη προσπάθεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, από την ίδρυσή του, ήταν και είναι να διατηρήσει ακέραια αυτή τη θρησκευτική κληρονομιά, υλοποιώντας κάθε χρόνο μικρά ή μεγάλα έργα συντήρησης. Έτσι, εκκλησίες όπως η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος ή των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα στην Περιστερώνα, μοναστήρια όπως το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Ορούντα αλλά και πλήθος τοιχογραφιών που κοσμούν τις εκκλησίες μας, συντηρήθηκαν και αναβαθμίστηκαν δίνοντας μια νέα πνοή στις συνθήκες λειτουργίας τους. Το ίδιο ενδιαφέρον και φροντίδα δίνεται στα τεμένη, που τις περισσότερες φορές ήταν χριστιανικές εκκλησίες που μετετράπηκαν σε τεμένη και αντικατοπτρίζουν τη μακραίωνη συμβίωση των Ελλήνων και των Τούρκων κατοίκων της Κύπρου. Δεκαεπτά τεμένη στις ελεύθερες περιοχές έχουν κηρυχθεί Αρχαία Μνημεία Β Πίνακα που σημαίνει ότι το κράτος αναλαμβάνει από κοινού με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση είναι το ΕΒΚΑΦ, τη συντήρηση και αποκατάστασή τους. Μετά το 1974 και την τουρκική εισβολή, τα τεμένη περιήλθαν στον έλεγχο του Υπουργείου Εσωτερικών και το Τμήμα Αρχαιοτήτων, με ειδικό προϋπολογισμό, κάθε χρόνο προχωρεί στη συντήρηση και αποκατάστασή τους: π.χ. Τέμενος Ομεριέ στη Λευκωσία, που ήταν πρώην μεσαιωνική εκκλησία Αυγουστίνων, το τζαμί της Τούζλας στη Λάρνακα και το τέμενος στην Επισκοπή Λεμεσού.

Η συνεχιζόμενη κατοχή από τα τουρκικά στρατεύματα του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την εισβολή του 1974 μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να έχει καταστρεπτικές επιπτώσεις στην πολιτιστική κληρονομιά του νησιού. Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι παραμένουν χωρίς καμιά φροντίδα ή προστασία, στο έλεος της φθοράς του χρόνου και της εγκατάλειψης.

Πολλές εκκλησίες και μοναστήρια λεηλατήθηκαν, τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες τους καταστράφηκαν ή αφαιρέθηκαν για να πουληθούν στο εξωτερικό. Αρχαιότητες που είχαν κλαπεί και εξαχθεί παράνομα από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, εξακολουθούν να εντοπίζονται στην παράνομη αγορά του εξωτερικού και γίνονται συνεχείς προσπάθειες για επαναπατρισμό τους. Διεθνώς γνωστή είναι η περίπτωση του επαναπατρισμού των ψηφιδωτών της εκκλησίας της Παναγίας Κανακαριάς του κατεχόμενου χωριού Λυθράγκωμη, που κατέστη δυνατός μετά από επιτυχή δικαστικό αγώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχαν καταλήξει τα ανεκτίμητης αξίας ψηφιδωτά του 6ου αιώνα μ.χ. μετά την αφαίρεσή τους από την εκκλησία από Τούρκους αρχαιοκάπηλους και πώλησή τους σε Αμερικανίδα έμπορο έργων τέχνης. Πρόσφατα έγινε γνωστή, με μεγάλη ικανοποίηση, η απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου του Μονάχου η οποία δικαιώνει τις αξιώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Εκκλησίας της Κύπρου για την ανάκτηση των κυπριακών αρχαιοτήτων που ανευρέθηκαν το 1997 από τη Βαυαρική Αστυνομία στην κατοχή του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Αϊντίν Ντικμέν στο Μόναχο. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έθεσε τέρμα σε μια δύσκολη και σκληρή διαμάχη, διατάσσοντας την επιστροφή των ανεκτίμητης αξίας πολιτιστικών μας θησαυρών, που συλήθηκαν από τις κατεχόμενες περιοχές.

Η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, σε συνεργασία με την Εκκλησία της Κύπρου, συνεχίζουν τις προσπάθειές τους, με καταγγελίες προς όλους τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και ξένες Κυβερνήσεις, για καταδίκη της Τουρκίας για τη συστηματική λεηλασία και καταστροφή της εκκλησιαστικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών είναι η υιοθέτηση πολλών ψηφισμάτων και εκθέσεων διεθνών οργανισμών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εθνικών κοινοβουλίων με τα οποία καταδικάζεται η τουρκική πολιτική στην Κύπρο. Μια τέτοια περίπτωση είναι το ψήφισμα που υιοθετήθηκε από την αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων, το οποίο ζητά την προστασία των θρησκευτικών τόπων λατρείας και των αντικειμένων τέχνης στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου και το σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών.

Στην προσπάθεια πάταξης της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, έχουν δρομολογηθεί διάφορα μέτρα, σημαντικότερο των οποίων είναι το Μνημόνιο Συναντίληψης με τις Η.Π.Α. για την επιβολή απαγόρευσης της εισαγωγής αρχαιολογικών αντικειμένων της προ-κλασσικής και κλασικής περιόδου, όπως και Βυζαντινών και εκκλησιαστικών αντικειμένων που δεν συνοδεύονται από πιστοποιητικό της Κυπριακής Κυβέρνησης για τη νόμιμη εξαγωγή τους. Το Μνημόνιο ανανεώθηκε πρόσφατα και περιέλαβε, επίσης, τα νομίσματα που κόπηκαν στην Κύπρο από τον 6ο αιώνα π.Χ.

Σήμερα η Κύπρος, μια σύγχρονη πλέον χώρα, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί, μέσα από την ιστορική και την αρχαιολογική της κληρονομιά, μια ζωντανή μαρτυρία των καταβολών του ευρύτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. O λαός της έχει καταφέρει να συνδυάσει την περήφανη αρχαία της ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά, την οποία οφείλουμε να διατηρήσουμε ακέραιη και να την κληροδοτήσουμε στις μελλοντικές γενιές, με μια υπερσύγχρονη υποδομή και ένα κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής.