mtcw

Θέμα: «Ο φονταμενταλισμός ως παράγοντας πολιτικής αποσταθεροποίησης»

Φονταμενταλισμός είναι ο μαχητικός θρησκευτικός συντηρητισμός. Από τον σύντομο αυτό ορισμό προκύπτει ότι τρία θεμελιώδη στοιχεία συνθέτουν το φαινόμενο του φονταμενταλισμού: Η συντηρητικότητα, η θρησκευτικότητα και η μαχητικότητα. Η θρησκεία και ο φονταμενταλισμός σχετίζονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Μπορεί συνεπώς να υπάρξει θρησκεία χωρίς φονταμενταλισμό, όπως μπορεί να υπάρξει και φονταμενταλισμός χωρίς θρησκεία. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω τον φανατισμό και τις ακρότητες μιας ορισμένης κατηγορίας άθεων που αρνούνται να επιδείξουν ανεκτικότητα προς την όποια θρησκευτική δραστηριότητα.

Ο φονταμενταλισμός στην πραγματικότητα είναι φαινόμενο περισσότερο πολιτικό που συγκαλύπτει την ταυτότητά του με ένα επίχρισμα θρησκευτικότητας. Και επειδή ο φονταμενταλισμός διαχειρίζεται τη θρησκεία, την ιδεολογία, και κατ’ επέκταση την πολιτική, κατά τρόπο ανελεύθερο, ανιστορικό και εκμεταλλευτικό, είναι μια σύγχρονη μορφή πολιτικής οπισθοδρόμησης και πολιτικής βαρβαρότητας. «Είναι καρκίνωμα της ιστορίας και παράσιτο του πολιτισμού», όπως εύστοχα σημειώνει ο Καθηγητής Θεολογίας Μάριος Μπέγζος.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και τις πολυπολιτισμικότητας, σε ένα διεθνές σύστημα περίπλοκο και συνάμα αντιφατικό όπου ο μεταβατικός χαρακτήρας της εποχής ενισχύει τις ανασφάλειες και την αναζήτηση ταυτότητας από τα άτομα και τις κοινωνίες, η θρησκεία καλείται να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο, προωθώντας ένα ηθικό και κοινωνικό προσανατολισμό.

Η θρησκεία, φαινόμενο πανανθρώπινο, εκφράζει ό,τι ευγενέστερο χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και προσφέρει πέρα από την «κοσμοερμηνεία» και συγκεκριμένες επιλογές πνευματικής ανασύνταξης και σωτηρίας: Επιλογές που οδηγούν από την ένδεια, τον πόνο και την ενοχή του ανθρώπινου «είναι» προς μια διαρκή, μόνιμη και αιώνια σωτηρία. Ενσωματώνει ένα σύνολο αξιών και καλλιεργεί μια ευγενή και ταπεινή στάση η οποία επιτρέπει την ειρηνική συνύπαρξη και την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και των εθνών.

Την ίδια στιγμή όμως, η θρησκεία μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί και να πάρει τη μορφή παράγοντα σύγκρουσης και κοινωνικής αστάθειας, όταν εμβολιάζεται με φανατικές επιρροές και περιορίζεται στα όρια ενός και μόνο έθνους ή ομάδας. Γι’ αυτό, εξάλλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από το 1872 έχει κατηγορηματικά αποκηρύξει τον «εθνοφυλετισμό» ως αίρεση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η θρησκεία χρησιμοποιείται για επιδιώξεις ξένες προς την ουσία της πίστης την οποία υπηρετεί. Η έλλειψη θρησκευτικής ανεκτικότητας και ανοικτού διαλόγου και η αδυναμία της συνύπαρξης, που συχνά οδηγεί σε πολιτική αναταραχή, βία και ένοπλες συγκρούσεις, υπονομεύουν την εθνική και περιφερειακή σταθερότητα.

Ακόμα και στις περιπτώσεις που καταλήγει σε κάποια μορφή «ειρήνης», είναι αποτέλεσμα μιας ανελεύθερης διαδικασίας που επιβάλλεται μέσα από τη βία και τη διαίρεση των λαών σε μια τεχνητά διατηρήσιμη ισορροπία του τρόμου που βασίζεται στην αμοιβαία εχθρότητα.

Η θρησκεία, λοιπόν, μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στον τρόπο που οι άνθρωποι και οι κοινωνίες ζουν και λειτουργούν, καθώς ρυθμίζει την ατομική συμπεριφορά στα πλαίσια της πίστης σε μια ανώτερη και υπερβατική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική έχει ως στόχο της τη ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά και αμοιβαία επωφελώς. Ως εκ τούτου, είναι εμφανής η άμεση σχέση και διασύνδεση μεταξύ πολιτικής και θρησκείας. Υπό την επικρατούσα αντιφατική εικόνα του πολιτικού περιβάλλοντος, η θρησκεία μπορεί να διαδραματίσει σταθεροποιητικό παράγοντα ή αντίθετα να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να εξυπηρετήσει προσωπικά, εθνικιστικά και φυλετικά συμφέροντα ή ακόμα και συμφέροντα διεθνούς στρατηγικής.

Στο πλαίσιο αυτό, το φονταμενταλιστικό κίνημα, η αυστηρή και άτεγκτη δηλαδή προσήλωση στο γράμμα και όχι στο πνεύμα των θρησκευτικών αρχών και ο μαχητικός θρησκευτικός συντηρητισμός, θεωρήθηκε κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα ως «θρησκευτική αναγέννηση». Ο φονταμενταλισμός ήρθε να ενσαρκώσει τις αρχές της απόλυτης θρησκευτικής πρακτικής και απαιτεί από τους πιστούς την επέκταση της δράσης τους πέρα από τη θρησκεία και στην πολιτική και κοινωνική σφαίρα. Τα φονταμενταλιστικά κινήματα ποικίλουν σημαντικά ανάλογα με τη γεωγραφική τους προέλευση και ο χαρακτήρας τους εξαρτάται από τις παραδόσεις και τον πολιτισμό της θρησκείας και της κοινωνίας από την οποία προέρχονται. Παρουσιάζουν, ωστόσο, κάποια κοινά χαρακτηριστικά που συχνά επιδιώκουν να επιβάλουν στους νόμους, τους θεσμούς και τις αρχές της κοινωνίας.

Οι φονταμενταλιστές αρνούνται και απορρίπτουν τον διάλογο και χαρακτηρίζονται από μια διάθεση αμυντικότητας και περιχαράκωσης που οδηγεί σε εχθρότητα και επιθετικότητα.

Στο πέρασμα των αιώνων οι θρησκευτικοί φονταμενταλιστές, πιστεύοντας ότι απειλούνται από τον εκσυγχρονισμό, προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν την κοινωνία σύμφωνα με αυτά που θεωρούν ως κατάλληλα θρησκευτικά δόγματα και να αλλάξουν τους κοσμικούς νόμους και τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως εκ τούτου, μπορούμε να δούμε τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό να μετατρέπεται σε ένα φαινόμενο που απειλεί την παγκόσμια ασφάλεια και προωθεί τη διεθνή τρομοκρατία, παίρνοντας τη μορφή εξτρεμισμού, ρατσισμού, ξενοφοβίας και βίας.

Ο φονταμενταλισμός βρίσκει εύφορο έδαφος στην απογοήτευση που προκαλείται από τον ρατσισμό, τις διακρίσεις, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια, την υπανάπτυξη και την ανεργία. Αυτή η μορφή εξτρεμισμού έχει κατά καιρούς οδηγήσει σε εξάρσεις θρησκευτικού φανατισμού και σε μια σειρά από θανατηφόρες τρομοκρατικές επιθέσεις, κάποιες από τις οποίες και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Χαρακτηρίστηκα είναι τα παραδείγματα της Μόσχας το 2002 και το 2010, της Κωνσταντινούπολης το 2003 ή και τα πιο πρόσφατα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία και το Αφγανιστάν όπου τα θρησκευτικά συναισθήματα μετατράπηκαν σε εργαλεία πολεμικών συγκρούσεων, πολιτικής αποσταθεροποίησης και κοινωνικής αποσύνθεσης.

Εδώ στην Κύπρο, η σύληση των θρησκευτικών μας μνημείων καθώς και κάθε χριστιανικού στοιχείου και η συστηματική προσπάθεια αλλαγής των τοπωνυμίων, αποτελούν τα τελευταία 39 χρόνια καθημερινή έκφραση ενός ακραίου και ασύμβατου με τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές φανατισμού και εθνικισμού που προωθείται από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού μας.

Στις μέρες μας ο φονταμενταλισμός, ως κακοήθης μετάλλαξη της θρησκείας, επιστρέφει στις άμεσα κοινωνικές θεσμικές σχέσεις και δομές ως στοιχείο της πολιτικής και ως αυθύπαρκτο πολιτικό ρεύμα που απορρίπτει τον διάλογο, που προσβλέπει στη βία και προωθεί την πίστη εκείνη που αιτιολογεί την εκτεταμένη χρήση της.

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι φονταμενταλιστές όχι μόνο αρνούνται την προσπάθεια για υπέρβαση του φαινομένου, αλλά χρησιμοποιούν θεσμικούς μοχλούς της κρατικής εξουσίας, διαιρούν τις θρησκείες και τις εκκλησίες, αποκεντρώνουν την παράδοση, αλλά πάνω απ’ όλα υποδουλώνουν την ελευθερία της συνείδησης και καταρρακώνουν με ένα ολοκληρωτικό τρόπο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Αποτελεί επομένως αδήριτη ανάγκη η λήψη δραστικών μέτρων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της απειλής αυτής. Και θα πρέπει ασφαλώς να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη βελτίωση του συστήματος ασφάλειας και την αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού.

Πρωτίστως όμως θα πρέπει να απομονώσουμε τα νοσηρά στοιχεία που δυσχεραίνουν ή καθιστούν προβληματική την επικοινωνία και συνεννόηση μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές πεποιθήσεις. Οι προσπάθειές μας πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση ενός εποικοδομητικού και γόνιμου διαλόγου μεταξύ των διάφορων θρησκευτικών και ομολογιακών ομάδων. Ο διάλογος αυτός πρέπει να διαμορφωθεί στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης της ισοτιμίας και του δικαιώματος στην ετερότητα όπως αυτή πηγάζει από τις θρησκευτικές, πολιτισμικές και εθνικές παραδόσεις και τον αλληλοσεβασμό μέσα σε πνεύμα ειλικρινούς διάθεσης για ειρηνική συνύπαρξη. Στόχος δεν είναι να εκλείψουν με κάποιο κοινωνικό αυτοματισμό οι υπαρκτές διαφορές στις αντιλήψεις λαών, θρησκειών και πολιτισμών, αλλά να γίνει αποδεκτή η ιδέα της δημιουργικής συνύπαρξης μέσα στη διαφορετικότητα. Η αποδοχή της ετερότητας του «άλλου». Η παραδοχή ότι μέρος της αλήθειας μπορεί να υπάρχει και στις ιδέες των άλλων.

Ο διάλογος αποτελεί τη βάση για τη διασφάλιση της απαιτούμενης ειρήνης και σταθερότητας, μέσα από την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των θρησκειών και των ανθρώπων και του σεβασμού του πνευματικού πλούτου των διαφορετικών κόσμων.

Στην καλλιέργεια του διαλόγου και την προσπάθεια για υπέρβαση του φονταμενταλισμού, σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και η πολιτική των κρατών, αναγνωρίζοντας σε κάθε θρησκευτική κοινότητα το δικαίωμα να ζει σύμφωνα με τις δικές της παραδόσεις, σεβόμενη την ιερότητα του προσώπου του «άλλου» ως «εικόνας Θεού», τον κυρίαρχο χαρακτήρα και τους νόμους του κράτους στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό ένα ειρηνικό περιβάλλον που υποστηρίζει τη συνύπαρξη. Για τον λόγο αυτό, η Πολιτεία οφείλει να προστατεύσει ενεργά το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης στα πλαίσια ενός πανανθρώπινου και οικουμενικού οράματος.

Παράλληλα, επιβάλλεται να ληφθούν δραστικά μέτρα κατά των διακρίσεων και να δοθεί έμφαση στην εκπαίδευση και αγωγή του πολίτη και τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των διεθνών οργανισμών ως βασικών εταίρων στην αποφασιστική αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού.

Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ένας τέτοιος διάλογος πρέπει να υποστηριχθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκπαίδευση μπορεί να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, στο πλαίσιο της καλλιέργειας της έννοιας του σεβασμού και της αμοιβαίας κατανόησης, παρέχοντας τη βάση που θα διασφαλίσει ένα ασφαλές θρησκευτικό και κοινωνικό περιβάλλον για τις επόμενες γενιές απαλλαγμένο από ακρότητες, υπερβολές και εξτρεμισμούς.

Η θρησκευτική ελευθερία πρέπει να γίνεται σεβαστή και να διασφαλίζει ότι η δημιουργική σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και την πολιτική δεν υπονομεύεται από τον φονταμενταλισμό. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι η οικουμενικότητα δεν καταλύει, αλλά διατηρεί την ταυτότητα των λαών.

Κυρίες και κύριοι,

Η διεθνής πολιτική σκηνή διανύει μια μεταβατική και ταυτόχρονα κρίσιμη φάση η οποία χαρακτηρίζεται από διαφωνίες και συγκρούσεις σε κάθε επίπεδο. Την ίδια στιγμή η παγκόσμια οικονομική κρίση που βιώνουμε στις μέρες μας έχει προκληθεί, σε μεγάλο βαθμό, από μια πρωτόγνωρη παρακμή των ηθικών αξιών που διαχρονικά ενσωματώθηκαν στον τρόπο λειτουργίας του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος σε διεθνές επίπεδο. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, να αναζητήσουμε τα αίτια της σημερινής κρίσης στη νόθευση των γνήσιων αξιών με τις ψευδείς και κίβδηλες που έχουμε υιοθετήσει. Χρειαζόμαστε να επαναφέρουμε τη θρησκεία στο ιστορικό προσκήνιο ώστε να προσφέρει τις δικές της απαντήσεις στα μεγάλα υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα.

Σε αυτό το ταξίδι, ο σεβασμός στον πολιτικό και θρησκευτικό προσανατολισμό και τις ατομικές πεποιθήσεις αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Όπως φυσικά προϋπόθεση αποτελεί η θεμελιώδης δημοκρατική αρχή ότι η ελευθερία του ενός σταματά εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Διότι όποιος υπονομεύει τον σεβασμό προς το διαφορετικό δεν μπορεί να έχει τα δικαιώματα του διαφορετικού. Όποιος χρησιμοποιεί τη βία για να εξαλείψει το διαφορετικό, την άλλη θρησκευτική δηλαδή παραδοχή και ηθική στάση, δεν μπορεί να διαθέτει το δικαίωμα να πραγματώσει τον στόχο του.

Οφείλουμε λοιπόν να ξεπεράσουμε το σύνδρομο του φονταμενταλισμού, καθώς και κάθε άλλη πηγή συγκρούσεων και πολιτικής αποσταθεροποίησης. Οι αρνητικές συνέπειες των πράξεων και παραλείψεων του παρελθόντος πρέπει να αποτελέσουν το σημείο εκκίνησης για μια έντιμη αυτοκριτική, σε μια προσπάθεια να τεθούν οι σωστές βάσεις για ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον.